- πλαστουργία
- πλαστουργίᾱ , πλαστουργίαwork of plastic artfem nom/voc/acc dualπλαστουργίᾱ , πλαστουργίαwork of plastic artfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλαστουργία — η, ΝΜ [πλαστουργός] 1. (ιδίως για αγάλματα) έργο πλαστικής τέχνης 2. η πλάση τού ανθρώπου από τον θεό μσν. πλαστογραφία, νόθευση, κιβδηλεία … Dictionary of Greek
πλαστουργίας — πλαστουργίᾱς , πλαστουργία work of plastic art fem acc pl πλαστουργίᾱς , πλαστουργία work of plastic art fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαστουργίαν — πλαστουργίᾱν , πλαστουργία work of plastic art fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)